- ομολογούμαι
- ομολογούμαι, ομολογήθηκα, ομολογημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek
πανθομολογούμαι — έομαι 1. (συν. ως τριτοπρόσ.) πανθομολογείται ομολογείται από όλους, είναι γενικά παραδεκτό 2. (η μτχ.) πανθομολογούμενος, η, ο αυτός ως προς τον οποίο συμφωνούν όλοι, που είναι κοινώς παραδεκτός, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek